- ταπητουργός
- οο κατασκευαστής ταπήτων, χαλιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταπητουργός — ο, Ν κατασκευαστής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάπης, ητος + ουργός (< έργον*). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ταπητουργία — η, Ν 1. βιομηχανία ταπήτων 2. η τέχνη κατασκευής ταπήτων 3. (υφαντ.) κλάδος τής υφαντουργικής οικοτεχνίας, βιοτεχνίας και βιομηχανίας που ασχολείται με την κατασκευή ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπητουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο… … Dictionary of Greek
ταπητουργείο — το, Ν εργοστάσιο κατασκευής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπητουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
ταπητουργικός — ή, ό, Ν [ταπητουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταπητουργία ή στον ταπητουργό («ταπητουργικός οργανισμός») … Dictionary of Greek